- εκφλόγωσις
- ἐκφλόγωσις, η (AM)ανάφλεξη, εκπύρωσηαρχ.1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο τής δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή τού σώματος (ολόκληρου ή μέρους του).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκφλόγωσις — upper part of a torch fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφλογώσεις — ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem nom/voc pl (attic epic) ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφλόγωσιν — ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφλογώσεως — ἐκφλογώσεω̆ς , ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)